- αιδοιοκολπίτιδα
- Φλεγμονή που παρουσιάζεται στο αιδοίο (αιδοιίτιδα) και επεκτείνεται στον κόλπο (κολπίτιδα), ή αντίθετα. Μπορεί επίσης να προσβάλλει τη μήτρα (μητρίτιδα) και τις σάλπιγγες (σαλπιγγίτιδα). Κυριότερη αιτία για την εμφάνιση της πάθησης αυτής είναι η βλεννόρροια αλλά και τα διάφορα σαπρόφυτα που υπάρχουν στα σημεία αυτά των γεννητικών οργάνων όταν μεταβληθούν –εξαιτίας νόσων ή τοπικών τραυματισμών (διακόρευση, αυνανισμός, ξύσιμο κ.ά.)– σε παθογόνα μικρόβια. Η α. μπορεί επίσης να προκληθεί από διαβήτη, ιλαρά, διφθερίτιδα, τυφοειδή πυρετό, ευλογιά κ.ά. βαριές αρρώστιες, ή από έλλειψη καθαριότητας και γενικά από μολύνσεις που οφείλονται στην εισαγωγή ξένων σωμάτων στον κόλπο. Τα κυριότερα συμπτώματα είναι κνησμός, αίσθηση καψίματος, ούρηση πύου, αίσθημα βάρους, άφθονη λευκόρροια, όξινη, κίτρινη ή υποπράσινη κ.ά.
* * *η Ιατρ.η ταυτόχρονη οξεία ή χρόνια φλεγμονή τών έξω γεννητικών οργάνων και τού κόλπου τής γυναίκας.
Dictionary of Greek. 2013.